- παρορώ
- (I)παρορῶ, -άω, ΝΜΑ1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ)3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ, τοὺς δὲ παρορᾷ», Δίων. Κάσσ.)νεοελλ.κλείνω τα μάτια σε κάτι, κάνω στραβά μάτια, κάνω πως δεν βλέπωαρχ.1. παραχωρώ, επιτρέπω σε κάποιον κάτι2. βλέπω άλλα αντ' άλλων, νομίζω ότι είδα κάτι ενώ είδα άλλο πράγμα («ὅσα τε παρακούειν ἤ παρορᾱν ἤ τι ἄλλο παραισθάνεσθαι λέγεται», Πλάτ.)3. κοιτάζω προς τα πλάγια («ὥστ' εἰς τὸ πλάγιον παρορᾱν ἤ εἰς τὸ πρόσθεν», Αριστοτ.).————————(II)-έω, Αβρίσκομαι δίπλα, συνορεύω («ἡ παροροῡσα χώρα τῷ ίερῷ», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ορῶ (< -ορος < ὅρος), πρβλ. ομ-ορώ].
Dictionary of Greek. 2013.